τσάκιση

τσάκιση
η, Ν [τσακίζω]
1. πτυχή υφάσματος
2. το σημείο στο οποίο γίνεται η πτυχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσάκιση — η 1. πτυχή υφάσματος. 2. η γραμμή που σχηματίζεται από το σιδέρωμα: Η τσάκιση του παντελονιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατσάκιστος — και ατσάκιγος, η, ο (Μ ἀτσάκιστος ον) αυτός που δεν τσακίστηκε ή που δεν μπορεί να τσακιστεί, ο άθραυστος νεοελλ. 1. (για ρούχα) αυτός που δεν έχει πτυχές ή τσάκιση 2. (για ελιές) αυτές που δεν έχουν τσακιστεί ή κοπανιστεί 3. αυτός που δεν… …   Dictionary of Greek

  • τσάκισμα — το, Ν [τσακίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσακίζω 2. πτυχή, δίπλα, τσάκιση («τό τσάκισμα τού παντελονιού») 3. καταπόνηση, κατάπτωση 4. (για ψύχος ή άνεμο) μετριασμός ή κατάπαυση 5. επωδός ή μελωδική παρεμβολή σε τραγούδι, αλλ. γύρισμα 6 …   Dictionary of Greek

  • δίπλωση — η δίπλωμα, ζάρωμα, τσάκιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιέτα — η (λ. ιταλ.), πτυχή ρούχου, σούρα, δίπλα, τσάκιση: Φορούσε φόρεμα με πιέτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσάκισμα — το, ατος 1. σπάσιμο, κομμάτιασμα: Τσάκισμα των ξύλων. 2. η τσάκιση, η ζάρα, η πιέτα: Το τσάκισμα του παντελονιού. – Το τσάκισμα του χαρτιού. 3. επωδός τραγουδιού, γύρισμα, ρεφρέν. 4. μετριασμός, ελάττωση, χαλάρωση: Με το τσάκισμα του αέρα θα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”